ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ Geoffrey

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 / ΓΕΝΕΘΛΙΑ
[............]
Το πεδίο τής μάχης ήταν γεμάτο άψυχα κορμιά, αλλά οι δυο αντίπαλες στρατιές ακόμα πολεμούσαν μέχρι να πέσει κι ο τελευταίος. Οι έφιπποι μουσουλμάνοι με το έμβλημα τού Σαλαδίνου στη σημαία, στέκονταν στις πίσω γραμμές, αφήνοντας τους πεζούς στρατιώτες να συγκρούονται σώμα με σώμα με τους σταυροφόρους ιππότες τού τάγματος τού Ναού. Ο Ζακ ντε Μολέ, πλάι στον Ζοφρουά ντε Σαρνέ με τα λευκά ράσα, με τον κόκκινο σταυρό στο στήθος, που ήταν ποτισμένα από το αίμα συντρόφων και εχθρών ένιωθαν τα χέρια τους μουδιασμένα απ’ τα βαριά σπαθιά, αλλά ήξεραν ότι δεν έπρεπε να υποκύψουν. Ολόκληρο το τάγμα εμπνεόταν απ’ το θάρρος και την τόλμη τους κι έδιναν όλο τους τον εαυτό για να υπερασπιστούν τους Άγιους Τόπους. Οι ασπίδες απέκρουαν τα σπαθιά. Η αντάρα τού πολέμου και οι ιαχές, διατάρασσαν τη γαλήνη τής φύσης.
[……..]
Ο Ζοφρουά τινάχτηκε στον ύπνο του και ξύπνησε. Η καρδιά του χτυπούσε τόσο γρήγορα και δυνατά όσο ποτέ από φόβο ότι η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο κι έπρεπε να προστατευτεί.
Σηκώθηκε με πόδια που έτρεμαν και πήγε στη κουζίνα για να πιει λίγο νερό να συνέλθει. Ο γιος του, ο Ρουά, βρισκόταν κι εκείνος εκεί μ’ ένα ποτήρι νερό στο χέρι και βλέμμα χαμένο.
«Τι κάνεις εδώ;!» τον ρώτησε ο Ζοφρουά με φωνή που έτρεμε ελαφρά, ενώ κατάλαβε κάπως αργά την αφελή του ερώτηση.
«Είδα έναν εφιάλτη…» απάντησε εκείνος, με την ίδια ένταση στη φωνή του.
«Αλήθεια;! Κι εγώ…» είπε ο Ζοφρουά κι έβαλε ένα ποτήρι νερό και το ήπιε λαίμαργα.
«Είδα μια μάχη», άρχισε να περιγράφει ο Ρουά κι ο πατέρας του τον κοίταξε μουδιασμένος ξαναζώντας το δικό του εφιάλτη. «Πολεμούσαν σταυροφόροι με μουσουλμάνους στρατιώτες κι εμείς ήμασταν στους σταυροφόρους και σκοτώσαμε μερικούς στρατιώτες με τα σπαθιά μας… ήταν πολύ ζωντανό όνειρο, σαν να βρισκόμουν εκεί…» συμπλήρωσε την αφήγηση του.
[………]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 / ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΟ ΜΑΚΡΙΝΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
[…….]
Ο Ζοφρουά βγήκε απ’ το αυτοκίνητο στη Notre-Dame και καθώς προχώρησε προς το τόπο τού εγκλήματος, τυλίχτηκε καλύτερα στο παλτό του, νιώθοντας την ατμόσφαιρα παγωμένη.
[…….]
Αλλά καθώς πλησίαζε τον δολοφονημένο άνδρα, η ατμόσφαιρα βάρυνε περισσότερο. Ξαφνικά, νόμισε πως είδε μια σκιά να περπατάει πλάι του. Τού φάνηκε ότι άκουσε μια βαριά ανάσα. Κοίταξε δεξιά, αριστερά, συνεχίζοντας να περπατάει, κοίταξε και πίσω του. Δεν υπήρχε κανείς, αλλά το συναίσθημα ότι δεν ήταν μόνος του, εξακολουθούσε να το έχει κι όταν έφτασε μέχρι τον νεκρό, είχε την εντύπωση ότι υπήρχε συνωστισμός τριγύρω από το άψυχο κορμί.
[………..]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 / ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΚΑΙ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟΥ
[……]
«Παρακαλώ, περάστε…» η φωνή τής Σιλβί, ακολουθούμενη απ’ το απαλό σπρώξιμο τού Φαμπρίς ανάγκασαν τον Ζοφρουά να επιστρέψει στο παρόν και να συγκεντρωθεί στο λόγο τής επίσκεψης. Ακούσια προχώρησε ως το άνετο σαλόνι όπου κάθονταν δυο άνδρες, στην ίδια ηλικία με τη δική της περίπου.
«Να σας συστήσω, ο ξάδερφος μου Ρομπέρ και ο αδελφός μου Λουί. Οι κύριοι είναι από την αστυνομία». Ο Φαμπρίς χαιρέτισε δια χειραψίας τους νεαρούς άνδρες και ο Ζοφρουά τον μιμήθηκε μηχανικά. Καθώς έκλεινε το χέρι τού Ρομπέρ μέσα στο δικό του, η ύπαρξη του βρέθηκε ξανά σε άλλο χώρο.
…ο Ρομπέρ περίμενε πλάι στο τηλέφωνο κι απάντησε σχεδόν αμέσως, όταν κουδούνισε.
«Ρομπέρ, ο Φιλίπ είμαι,» ακούστηκε απ’ την άλλη άκρη τής γραμμής.
«Το περίμενα ότι θα έπαιρνες σύντομα», είπε εκείνος.
«Γιατί;» απόρησε ο ξάδερφος του.
«Τελικά είχες κάποιο περίεργο περιστατικό, έτσι;» είπε ο Ρομπέρ, σίγουρος για την απάντηση.
«Όταν λέμε «περίεργο» τι ακριβώς εννοούμε;» ρώτησε ο Φιλίπ.
«Έναν καλόγερο με σπαθί ας πούμε…» απάντησε ο ξάδερφος του.
«Είχες κι εσύ περίεργο περιστατικό με καλόγερο;»
«Ναι!»
«Τι ακριβώς;» θέλησε να μάθει ο Φιλίπ.
«Τον βλέπω παντού! Κάποιες φορές, μου ψιθυρίζει ότι ο βασιλιάς τούς πρόδωσε…» αποκάλυψε ο Ρομπέρ.
«…τους…; Ποιους;»
«Δεν ξέρω! Εσύ, τι είδες;»
«Εγώ τον είδα στο μπάνιο μου και με… σκότωσε με το σπαθί του…»
Ο Ρομπέρ έμεινε αμίλητος, σοκαρισμένος.
«Νομίζεις ότι κινδυνεύω;» τον ρώτησε ο Φιλίπ.
«Δεν ξέρω… Τι να σου πω!» ψιθύρισε ο ξάδερφος του.
«Εγώ, νομίζω πως κινδυνεύω…Θα το ψάξω! Θέλω να μάθω τι συμβαίνει κι ότι μάθω θα σε ενημερώσω», τού εκμυστηρεύτηκε ο Φιλίπ κι έκλεισε.
[……..]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 / ΙΧΝΗ ΑΠΟ ΒΕΝΤΕΤΑ
[………]
Πλάι στο όνομα τού Φιλίπ με χρονολογία θανάτου 2006, που ήταν το πιο πρόσφατο θύμα, πρόσθεσε τα ονόματα όλων των θυμάτων Βαλουά, με τις χρονολογίες από τις παλαιότερες υποθέσεις που ανακάλυψε.
Πολ 1998, Λουί 1997, Ντομινίκ 1996, Ροζέρ 1974, Λουί 1969, Φιλίπ 1932.
Τα διάβασε πάλι για να είναι σίγουρος ότι δεν κάνει κάποιο λάθος κι αυτή τη φορά πρόσεξε κάτι καινούργιο που το είχε προσπεράσει πριν. Δεν ήξερε αν είχε σημασία, αλλά εκτός από την ημερομηνία των θανάτων, ήταν ίδια και η ημερομηνία γέννησης.
Έψαξε πυρετικά ξανά τα χειρόγραφα του για τις χρονολογίες. Όλοι οι Βαλουά γεννήθηκαν Παρασκευή 13 Οκτωβρίου!
[……….]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 / ΓΝΩΣΤΟΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ
[……….]
Ο Ζοφρουά χαμογέλασε χλιαρά χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει και χωρίς να μιλήσει. Ξαφνικά ένιωσε πως δεν ήταν μόνοι τους. Σαν κάποιος να ήταν ξανά μπροστά του, πολύ κοντά του και τον κοιτούσε! Η ανάσα του ήταν παγωμένη πάνω στο πρόσωπο του. Έπειτα, αυτή η παρουσία, απομακρύνθηκε όπως ήρθε, εντελώς ξαφνικά. Είδε μια σκιά να προχωράει ανάμεσα στους τάφους, αλλά δεν πήγε προς τους Βαλουά. Κατευθύνθηκε δεξιά σ’ έναν άλλο τάφο όπου δυο άνδρες συνομιλούσαν. Αυτή η εμπειρία ήταν κάτι καινούργιο για κείνον. Στην αρχή νόμιζε πως απειλούνταν, αλλά τελικά ένιωθε προστατευμένος και καθοδηγούμενος.
Ένα συναίσθημα συντροφικότητας κι αδελφοσύνης τον κατέκλυσε σαν ζεστό κύμα αντικρίζοντας τους δυο άγνωστους. Ήταν το ίδιο συναίσθημα που ένιωσε όταν είδε το πρώτο όραμα στο τόπο του εγκλήματος.
Ταλαντευόμενος αν θα ακολουθήσει την σκιά ή όχι, γύρισε και κοίταξε προς τους Βαλουά και πρόσεξε πως ο Κρισό είχε γυρίσει και κοιτούσε κάποιον και τον μιμήθηκε μια γυναίκα άγνωστη αλλά γνώριμη. Ήταν η ίδια νοσοκόμα που είχε δει στο νοσοκομείο την ημέρα που γέννησε η Ρενέ. Όλα τα συναισθήματα που είχε νιώσει τότε, αναδύθηκαν ξανά και τον πλημμύρισαν.
[………]
[…………………………………………………..]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 / Ο ΠΡΟΓΟΝΟΣ ΝΤΕ ΣΑΡΝΕ
[…….]
O Ζοφρουά πήγε κοντά στον Λερνέρ, αναλογιζόμενος ότι ίσως μπορούσε να του αποσπάσει κάποιες πληροφορίες για τον Ιάκωβο.
«Αυτό το σπίτι τίνος είναι;» ρώτησε δείχνοντας το εγκαταλειμμένο κτίσμα απέναντι.
«Ο ιδιοκτήτης λέγεται Ζακ ντε Μολέ», απάντησε ο Λερνέρ.
«Που είναι;»
«Φήμες λένε ότι ήταν σε ίδρυμα ψυχοπαθών…»
Αυτή η απλή φράση ανασκάλεψε τη κοιμισμένη μνήμη τού Ζοφρουά και στο νου του ήρθε ο δικός του θείος, αδελφός τού πατέρα του και συνονόματος!
«Ήταν τρελός…» ο Λερνέρ ανασήκωσε τους ώμους του.
«Τι έκανε δηλαδή;» επέμεινε ο επιθεωρητής.
«Ήταν αυτοκαταστροφικός. Άκουσα ότι χαράκωνε το σώμα του κι έλεγε ότι του επιτέθηκε ο στρατός τού βασιλιά», απάντησε ο σπιτονοικοκύρης με χαμηλή φωνή σαν να μοιραζόταν ένα μυστικό.
«Πόσο χρονών είναι;»
«Έχει πεθάνει. Ήταν εβδομήντα έξη χρονών. Το σπίτι το άφησε σ’ ένα ανιψιό του αλλά δεν τον έχω δει ποτέ», είπε ο Λερνέρ.
Οι τύψεις τύλιξαν τον Ζοφρουά. Ο πατέρας του είχε κλείσει τον θείο του σε ίδρυμα ψυχασθενών όταν ο ίδιος ήταν δεκαεπτά χρονών και όταν μετά από ένα χρόνο ο πατέρας του πέθανε, το όνομα τού θείου του δεν αναφέρθηκε ξανά.
[……..]
[………………………………………………….]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 / ΖΟΦΡΟΥΑ Ο ΤΡΙΤΟΣ
[……….]
Η Ρενέ σέρβιρε το κρασί και σηκώθηκε για μια πρόποση.
«Ας πιούμε κάτι μέχρι να έρθουν οι καλεσμένοι μας. Στην υγεία τού μπαμπά!» είπε κι ο Ρουά σήκωσε το ποτήρι του.
«Στην υγειά του…» απάντησε μ’ ένα χαμόγελο.
«…και θέλω να σας πω την κρυφή μου επιθυμία…» συνέχισε η μικρή. «Θέλω το μωρό να το βαφτίσουμε Ζοφρουά», κατέληξε.
Ο Ζοφρουά την κοίταξε ξαφνιασμένος.
«Γιατί;» ρώτησε ταραγμένος, ενώ στο νου του όρμισαν σαν χείμαρρος, γεγονότα που είχε θάψει για λίγο στο βάθος τού μυαλού…
…την γυναίκα του, που του ανακοίνωσε, στο κρεβάτι τής μαιευτικής κλινικής το όνομα τού γιου τους εξηγώντας το όνειρο της με τον σταυροφόρο…
…τον Μαρσέλ να του λέει, «…κάθε γενιά έχει έναν απόγονο με το όνομα Ζακ ντε Μολέ…» με την ηχώ τού δικού του ονόματος…
Η Ρενέ σάστισε για λίγο. Εκείνο το «γιατί» ήταν το τελευταίο που περίμενε να την ρωτήσει. Αναστέναξε και κάθισε κοιτώντας τούς δυο άντρες αβέβαια.
«Θα σας φανεί γελοίο… αλλά…» ξεκίνησε να λέει. Σταμάτησε για λίγο να βρει τα λόγια και άρχισε πάλι, «…είδα ένα όνειρο… παράξενο όνειρο… Ένας ιππότης απ’ το μεσαίωνα… ένας σταυροφόρος εμφανίσθηκε ενώ… ήμουν στην Ιερουσαλήμ…» γέλασε κοφτά ανασηκώνοντας τους ώμους της, «…και μου είπε πως πρέπει να τον βαφτίσω με αυτό το όνο-μα… Κι εγώ το θεωρώ πολύ σωστό μετά από ότι μου προσέφερες, το θέλω πάρα πολύ…» κατέληξε κοιτώντας τους με ικεσία.
Ο Ζοφρουά χαμήλωσε το βλέμμα ωχρός και μετά ήπιε το κρασί του μονορούφι.
[………]
[………………………………………………….]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 / ΟΙ ΠΑΡΕΙΣΑΚΤΟΙ
[………]
…μια σκοτεινή φιγούρα στάθηκε στο άνοιγμα τής πόρτας, που έκλεισε πίσω της…
…η φιγούρα προχώρησε στο εσωτερικό τού σπιτιού, άναψε έναν φακό και περιηγήθηκε στα δωμάτια…
…πλησίασε στο τζάκι και κοίταξε το μεγάλο τοξωτό άνοιγμα…
…ο Ρουά άπλωσε το χέρι του, που κρατούσε το σπαθί τού Ζακ, προς την φιγούρα σε μια προσπάθεια να την σταματήσει…
…να μη προχωρήσει και δει το πέρασμα…
Ο Ρουά ξύπνησε αναστατωμένος, αλλά διαισθανόταν ότι το όνειρο που μόλις είχε δει, δεν ήταν απλά όνειρο, αλλά πραγματικότητα. Ο Φράνκο Γκαρσία είχε μπει στο σπίτι τού Ζακ!
[………]
«Βεβήλωσες τον άγιο χώρο…» του είπε και είδε τα μάτια τού άλλου να ανοίγουν διάπλατα απ’τον φόβο. Ο Γκαρσία ένοιωθε καρφωμένος στο δάπεδο. Παρ’ όλο που καταλάβαινε ότι το τραύμα του δεν ήταν τόσο σοβαρό ώστε να μη μπορεί να σηκωθεί, δεν μπορούσε να κουνηθεί για να υπερασπίσει τον εαυτό του. Είχε την εντύπωση ότι κάποιοι τον κρατούσαν ακίνητο για να μπορέσει ο μικρός να τον σκοτώσει!
«Συγνώμη…» ψιθύρισε. Το βλέμμα του φανέρωνε τον απόλυτο τρόμο, αλλά και την ιδιοτέλεια του και ο Ρουά κατάλαβε ότι η απολογία του ήταν μόνο και μόνο για να τον κατευνάσει!
Ο Ρουά τον κοίταξε με βλέμμα απλανές, αλλά αυστηρό με τη απειλή να ξεχύνεται σαν δηλητήριο, ενώ τριγύρω μαζεύονταν αόρατες παρουσίες και για πρώτη φορά άκουγε ψιθύρους που τον γαλήνευαν, σαν, αυτό που επρόκειτο να συμβεί, ήταν λυτρωτικό και μοιραίο και ταυτισμένος μαζί τους, ένωσε το δικό του ψίθυρο…
«…πάτερ ημών…» ο Γκαρσία νόμιζε πως άκουγε κι άλλους να προσεύχονται μαζί με τον μικρό, αλλά ήταν αργά για να μετανιώσει για οτιδήποτε και περισσότερο που μπήκε σ’ αυτό το καταραμένο σπίτι. Οι τελευταίες του σκέψεις ήταν μια συνειδητοποίηση για το τι έγινε κι εξαφανίσθηκε ο Ρεμί Μορουά…
[…………………………………………….]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19 / Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
[……….]
«Αγαπητέ μου Ζακ, καλωσόρισες! Να σας συστήσω! Από δω ο Ζοφρουά ντε Σαρνέ, ανιψιός μου!» έπειτα γύρισε προς τον επιθεωρητή, «Ζοφρουά, ο Ζακ ντε Μολέ, ένας πολύ αγαπητός μου φίλος…»
Ο Ζοφρουά σηκώθηκε κι άπλωσε μηχανικά το χέρι του για χειραψία καθώς ο Ιάκωβος πλησίασε. Ήθελε τόσο πολύ να τον γνωρίσει!
Ο Ιάκωβος ανταποκρίθηκε στη χειραψία τού Ζοφρουά ακούσια και μηχανικά αλλά ένιωσε μια αγαλλίαση που έδιωξε την αγωνία ότι απέναντι του είχε έναν άνθρωπο τής εξουσίας, τού νόμου και τής τάξης. Το είναι του ξεχείλισε από αγάπη. Τον κοίταξε στα μάτια για λίγα λεπτά και μετά, σαν να ήταν συνεννοημένοι, αγκαλιάστηκαν κι έμειναν για λίγο αγκαλιασμένοι.
Και τότε ο Ζοφρουά είδε τις σκιές να εξαϋλώνονται και να εξαφανίζονται. Το γραφείο τού Μαρσέλ φωτίστηκε περισσότερο σαν να ξαστέρωσε ξαφνικά.
[……….]
[…………………………………………………]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20 / ΑΠΩΛΕΙΕΣ & ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ
[………]
Ο Ιάκωβος και με μια γρήγορη κίνηση έχωσε το σπαθί του στην κοιλιά τού Λουί που δεν πρόλαβε να αντιδράσει.
«Όχι…» φώναξε ο Ζοφρουά κάνοντας ένα ακόμα βήμα πιο κοντά τους. Ο Λουί λύγισε κι έπεσε στα γόνατα μ’ ένα βογγητό, αφήνοντας το σπαθί να φύγει από τα χέρια του. Ο Ιάκωβος τράβηξε το σπαθί του να το βγάλει απ’ το σώμα τού Λουί κι εκείνος αγκάλιασε τον Ζοφρουά που έτρεξε ασυναίσθητα να τον στηρίξει.
Κι ενώ ο Ιάκωβος απομακρυνόταν, ο Λουί άρπαξε το όπλο τού Ζοφρουά και σημάδεψε τον μεσαιωνικό εχθρό του. Ο πυροβολισμός ήχησε εκκωφαντικά μέσα στην ησυχία τής νύχτας και ο Ιάκωβος έπεσε νεκρός λίγα μέτρα πιο μακριά, την ίδια στιγμή που και ο Λουί άφηνε την τελευταία του πνοή. Το κορμί του βάρυνε στα χέρια τού Ζοφρουά κι εκείνος το άφησε να πέσει στο πλακόστρωτο. Έτρεξε κοντά στον Ιάκωβο νιώθοντας απελπισία για την απώλεια ενός αδελφικού φίλου και τύψεις για την ανάμειξη του, ότι ο ίδιος έφταιγε, το δικό του όπλο τον σκότωσε…
Γονάτισε και έλεγξε τον σφυγμό του, αλλά τίποτα δεν παλλόταν στη βάση τού λαιμού του και ξέσπασε σε αναφιλητά.
[……….]
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21 / ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ
[………..]
Ο Ζοφρουά φόρεσε την στολή τού υπολοχαγού και έδεσε στη μέση του την ζώνη με τα χρώματα τής Γαλλικής σημαίας και το σπαθί
[………]
Ο Νικολά Σαρκοζί στάθηκε μπροστά στο μικρόφωνο για να βγάλει επίτιμο λόγο. Ο Ζοφρουά στεκόταν σοβαρός πλάι στον αρχηγό του προσπαθώντας να είναι αποστασιοποιημένος από το γεγονός ότι ο δολοφόνος των Βαλουά φέρεται να είναι ο αδελφικός του φίλος κι ότι δεν του είχε δοθεί ο χρόνος να τον γνωρίσει καλύτερα.
Έκλεισε τ’ αυτιά του σε όλους τους θορύβους γύρω του. Στον λόγο τού πρωθυπουργού, στα χειροκροτήματα και τις επευφημίες.
Έκλεισε τα μάτια του μπροστά στο ικανοποιημένο ύφος τής Σιλβί Βαλουά και του Ρομπέρ που στέκονταν στη πρώτη γραμμή, στα γελαστά πρόσωπα των συναδέλφων του και στα θλιμμένα μάτια τού Ρουά, τής Ρενέ και τής Ζαν.
Ο παλιός του αρχηγός Ανρί Ζορές παρευρισκόταν κι αυτός στη τελετή με ψυχρό κι ακαθόριστο ύφος.
Ο Ζοφρουά ένοιωθε πως εκείνη η νύχτα στην Νοτρ Νταμ δεν είχε τελειώσει γι αυτόν…
…ήταν εκεί συνεχώς…
…γονατισμένος πλάι στον φίλο του…
[………]
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
18 Μαρτίου 2008
Ο Ζοφρουά βγήκε απ’ το αστυνομικό τμήμα και τυλίχτηκε καλύτερα στο παλτό του. Πήρε μια βαθιά ανάσα απολαμβάνοντας τον παγωμένο ανοιξιάτικο αέρα γεμάτο ανακατεμένες μυρωδιές απ’ το ποτάμι και τα δένδρα που άρχιζαν να βγάζουν μπουμπούκια.
Ο τελευταίος μήνας ήταν αρκετά ήρεμος στην προσωπική του ζωή. Εκτός από την ένταση στην υπηρεσία του, όλα είχαν βρει την ρουτίνα τους.
Μόνο κάποια βράδια τάραζε τον ύπνο του η παρουσία τού Ζακ. Τον έβλεπε να βγαίνει απ’ το ακίνητο σώμα του που κείτονταν άψυχο από τη σφαίρα τού όπλου του, να τον περιτριγυρίζουν Ιππότες, να τον παίρνουν μαζί τους και να χάνονται μέσα στη νύχτα, πνεύματα, άυλα και διάφανα…
Εκεί ξυπνούσε λουσμένος στον ιδρώτα και βουτηγμένος στην αγωνία.
Κι αυτή τη στιγμή θα έπρεπε να κοιμάται, γιατί στην γωνία τής οδού Boulevard du Palais, έβλεπε να στέκεται και να τον κοιτά ένας Ναΐτης Ιππότης…
[………]